- νύχτωμα
- το [νυχτώνω]ερχομός τής νύχτας («το νύχτωμα έκανεν αισθητότερον το ψύχος», Ζερβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκοτείνιασμα — το, Ν [σκοτεινιάζω] 1. το να πέφτει σκοτάδι κάπου και να γίνεται κάτι σκοτεινό, βύθιση στο σκοτάδι 2. ο ερχομός τής νύχτας, νύχτωμα, βράδιασμα 3. μτφ. α) το να γίνεται κάτι θαμπό, άτονο β) απώλεια τής καλής ψυχικής διάθεσης … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
σκοτείνιασμα — το 1. το να γίνεται κάτι σκοτεινό. 2. νύχτωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουρούπωμα — το σούρουπο, νύχτωμα: Ξεκίνησαν σουρουπώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)